Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Φωτεινό σκοτάδι

Ξύπνησε το πρωί και όλα της φάνηκαν παράξενα . Κάθε μέρα που περνάει της φαίνεται διαφορετική μα η σημερινή είχε κάτι ιδιαίτερο . Καθώς τα βλέφαρα της άνοιγαν , τα χείλη της είχαν ακόμα αυτή την γεύση απ’ το χθεσινό ρούμι και το σώμα της με δυσκολία μπορούσε να κουνηθεί . Βγήκε έξω και περπάτησε , περπάτησε σε μέρος γνώριμο μα δύσκολα μπορούσε να αντικρίσει κάτι γνωστό . Οι άνθρωποι γύρω της , προχωρούσαν σαν ρομπότ , ίχνος ευγένειας και καλοσύνης , και εκείνη υπνωτισμένη , μέτραγε τα βήματα της μέχρι να φτάσει σε ένα σημείο που κανείς δεν ξέρει πιο θα είναι . Ούτε η ίδια . Έτσι το δρόμο συνεχίζει και πουλιά ακούγονται παντού . Ξαφνικά σιωπή . Ο ήλιος εξαφανίστηκε και το σκοτάδι έρχεται πριν καν το καταλάβεις. Οι δρόμοι αδειάζουν και μένει μόνη της , παρέα με ένα σκύλο . Ο σκύλος την ακολουθεί χωρίς να ξέρει διαδρομή και προορισμό . 1η στάση , μια πλατεία , αγνώστου ταυτότητος , άδεια βρεγμένη με πολλά παγκάκια αλλά καμία ψυχή καθισμένη σ’ αυτά . Έτσι το βλέμμα της κατευθύνεται σε δυο άδεια κουτάκια μπύρας, σε ένα παγκάκι .Προχωράει και κάθεται εκεί . Το μυαλό της κάνει υποθέσεις , φτιάχνει ιστορίες , παραμύθια με πρωταγωνιστές τα δυο κουτάκια μπύρας . Της θύμιζαν πολλά θαρρώ . Προσπάθησε να μην ονειροπολήσει για πολύ ακόμα , διότι δάκρυα θα κυλούσαν στα μάτια της και έτσι ,παρέα με τον σκύλο προχώρησε για άλλους προορισμούς . Ένιωσε να χάνεται σε ένα κόσμο, περίεργο . Δικό της μα και κάποιου άλλου . Ποιος ξέρει ποιος να ναι αυτός . Δε θα μάθει , δε θα ψάξει , δε θα βρει . Είναι τόσο άδικο κάποιες φορές .Το δέρμα της , ίδρωνε σιγά σιγά και η ανάσα της κοβόταν όσο να ναι . Άκουγε φωνές από παντού και τα δέντρα του δρόμου την είχαν περικυκλώσει . Φοβήθηκε . Μια φωνή , διαπέρασε μέσα της. Της έλεγε « Αυτό που ζητάς, δε θα στο δώσει κανένας. Το χεις μέσα σου» και ξαφνικά χάθηκε. Θύμωσε πολύ, δεν κατάλαβε τι εννοούσε .Ποια ήταν αυτή , που της τα έλεγε αυτά . Ότι έψαχνε , το έψαχνε γύρω της . Πλάι της. Πέρα από εκείνη . Στα μάτια των άλλων , στις πράξεις των άλλων . Προσπαθούσε να καταλάβει , αλλά ίσως η μαγεία ήταν πως πότε δε θα άκουγε την ίδια φωνή να της εξηγήσει . Οι ακρογιαλιές της ψυχής της τής έδωσαν δύναμη . Την ξεκούραζαν . Κάποιος άλλος , της έβαλε χρώμα στην ψυχή της . Μα δεν της επέβαλε τι να βάψει , ή πως και που . Έτσι ο δικός της κόσμος , ήταν ομορφότερος απ όλους . Κόκκινες θάλασσες , πορτοκαλί ουρανοί ,και πράσινοι ήλιοι . Της άρεσε ο κόσμος της. Δεν είχε πόρτες , ήταν πάντα ανοιχτές , κλειδαριές, άκρως απαγορευμένες .
Σταμάτησε για ένα λεπτό . Έπρεπε να κουνηθεί . Φοβήθηκε. Βροχή , ακουγόταν και μύριζε βροχή . Ο πορτοκαλής ουρανός της άλλαζε χρώμα, σαν κάτι να το είχε θυμώσει . Άρχισε να τρέχει . Δυστυχώς , το αδύνατο σημείο της. Οι κεραυνοί. Ένιωθε χαμένη μέσα σε ένα ατελείωτο δάσος, χωρίς επιστροφή . Τρόμαζε. Έκλεγε , φώναζε. Μα κανείς , κανείς δεν ήταν κοντά εκεί να την βοηθήσει . Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά . Δεν υπήρχε τρόπος φυγής . Ούτε έξοδος κινδύνου.
Και να πως όλοι πέφτουν στην παγίδα , ψάχνοντας την έξοδο κινδύνου. Ο κίνδυνος ήταν μπροστά της, τον κράταγε αγκαλιά και ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που έπρεπε να αντιμετωπίσει το φόβο μόνη .
Ο ήχος της βροχής τη τρόμαζε, το μυαλό της έκανε βόλτα στο παρελθόν. Ή στο μέλλον.
Φωνές άκουγε, κοπέλες έκλαιγαν και τίποτα δεν τις έσωζε . Ένα άδειο δωμάτιο , εκεί. Εκεί το φανταζόταν. Φώναζε « Βοήθεια !» ήθελε να φύγει και ο ήχος του κεραυνού πλησίαζε όλο και περισσότερο , η καρδιά της χτυπούσε δυνατά , ο σφυγμός όλο και πιο ανεβασμένος μα το βλέμμα της, όπου και αν κοίταγε κατέληγε σε τοίχους . Η κοπέλα βρισκόταν στην δική της παράνοια . Έτρεχε με όλη της τη δύναμη μα δεν κατέληγε πουθενά .
Πέρασαν χρόνια, κάθε μέρα το ίδιο σκηνικό με το ίδιο δωμάτιο . Κάνεις δεν την άκουγε, στο κόσμο που είχε φτιάξει ήταν μόνη της. Έψαχνε την ψυχή της; Τον άνθρωπό της; Δεν ξέρει κανείς , δεν έμαθε κανείς. Δεν θα μάθει , ούτε η ίδια. Ακόμα ψάχνει και τρελαίνεται ,ουρλιάζει στον ύπνο της και αναζητεί το κομμάτι που της λείπει .
Δεν είναι χάπια, δεν είναι αντικαταθλιπτικά, δεν είναι υποκατάστατα . Είναι μια ψυχή .
Ένα σώμα. Μια ανάσα πλάι στη δική της , που δε μπόρεσε ποτέ να βρει , ίσος δε βρει ποτέ ή ίσως είχε βρει και έχασε.
Το όνομα της άγνωστο , η μορφή της επίσης . Πως τη λένε , ποια είναι ;
Εσύ .
Καληνύχτα

1 σχόλιο:

  1. Καταπληκτικό! Κι εγώ που νόμιζα στην αρχή πως μιλούσες για σένα. Αποκλείεται, είπα στον εαυτό μου. Αυτή η κοπέλα που περιγράφει, μου φαίνεται γνωστή. Πολύ γνωστή.. Γνωστή μέχρι αηδίας..

    Κι εγώ με τη σειρά μου λοιπόν, σου λέω Καλησπέρα καλή μου. Ελπίζω να μην αναγκαστείς ποτέ να περάσεις αυτό το βάναυσο μαρτύριο. Πρόσεχε την ψυχή σου. Αν την χάσει, δύσκολα θα την πάρεις πίσω..

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η γνώμη σου μετράει,δε το ξέρεις;